- αμασκάλη
- η(α προτακτ. + μασχάλη), βλ. μασκάλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμασκάλη — η η μασχάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμασχάλη < αρχ. μασχάλη] … Dictionary of Greek
αναμάσκαλα — επίρρ. κάτω από τη μασχάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)* + αμασκάλη] … Dictionary of Greek
μασκάλη — και αμασκάλη, η βλ. μασχάλη … Dictionary of Greek
μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… … Dictionary of Greek
πολυσύνδετος — η, ο / πολυσύνδετος, ον, ΝΑ 1. ο πολλαπλώς ή στερεά συνδεδεμένος 2. φρ. «πολυσύνδετο σχήμα» (γλωσσ. ρητ.) σχήμα λόγου τής Ελληνικής και άλλων γλωσσών, κατά το οποίο περισσότερες από δύο προτάσεις ή όροι προτάσεως που επιτελούν την ίδια συντακτική … Dictionary of Greek